- ἐπαχθεῖς
- ἐπαχθέωloadpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπαχθήςheavymasc/fem acc plἐπαχθήςheavymasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαχθείς — ἐπάγω bring on aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… … Dictionary of Greek
κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
αγροτικά χρέη — Ονομάζονται τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα χρέη που συνάπτουν οι αγρότες για την αντιμετώπιση ατομικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών αναγκών. Τα α.χ., εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής, διαφέρουν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Κλεομένης — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. Α’ (; – 490; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (520 490 π.Χ.). Ήταν γιος του Αναξανδρίδα Β’, από το βασιλικό γένος των Αγιαδών. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 520 π.Χ. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού που… … Dictionary of Greek
Μεϊτζί — (Meiji). Η περίοδος της βασιλείας (1867 1912) του 122ου αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, Μουτσουχίτο, ο οποίος και επονομάστηκε Μ. μετά την ανάρρησή του στον θρόνο. Η λέξη σημαίνει φωτισμένη διακυβέρνηση και η σημασία της εποχής Μ. οφείλεται στο γεγονός … Dictionary of Greek
Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… … Dictionary of Greek